- πολώ
- -έω, Α [πόλος]1. ανοίγω τη γη με άροτρο, αροτριώ, οργώνω2. περιφέρομαι, περιπλανώμαι3. συχνάζω4. μένω, κατοικώ κάπου5. (κατά τον Ησύχ.) «πολεῑννέμειν, βόσκειν».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολῶ — πολέω go about pres subj act 1st sg (attic epic doric) πολέω go about pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόλῳ — Πόλος piuot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλῳ — πόλος piuot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόλωι — Πόλῳ , Πόλος piuot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλωι — πόλῳ , πόλος piuot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοξοπολώ — λοξοπολῶ, έω (Α) περιπλανιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + πολῶ (< πόλος), πρβλ. ονειρο πολώ, περι πολώ] … Dictionary of Greek
μυσπολώ — μυσπολῶ, έω (Α) περιφέρομαι ή συμπεριφέρομαι σαν ποντίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς «ποντικός» + πολῶ (< πόλος < πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ιερα πολώ, ονειρο πολώ] … Dictionary of Greek
επαναπολώ — ἐπαναπολῶ, έω (Α) 1. αναπολώ εκ νέου, εξετάζω ξανά («καὶ δὶς καὶ τρὶς τό γε καλῶς ἔχον ἐπαναπολεῑν τῷ λόγῷ», Πλάτ.) 2. μέσ. ἐπαναποδίζομαι επανέρχομαι στα ίχνη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα πολώ. Το β συνθετ. πολώ «κυκλοφορώ, αναστρέφω» μπορεί να… … Dictionary of Greek
ερημοπολώ — ἐρημοπολῶ, έω (Μ) ζω ως ερημίτης ή παριστάνω τον ερημίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + πολώ (< πέλομαι), πρβλ. ονειρο πολώ] … Dictionary of Greek
ορεωπολώ — ὀρεωπολῶ, έω (Α) περιποιούμαι ημιόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεύς, έως «ημίονος» + πολῶ (< πόλος < πέλομαι), πρβλ. θαλαμη πολώ. Το θεματικό φωνήεν ω τού τ. οφείλεται πιθ. σε επίδραση τής γεν. ὀρέως] … Dictionary of Greek